- καχρυφόρος
- καχρυφόρος, -ον (Α)βλ. καχρυοφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καχρυφόρος — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχρυφόρῳ — καχρυφόρος bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχρυοφόρος — και καχρυφόρος ον (Α) αυτός που παράγει κάχρυς, καρπούς με σκληρά εξωτερικά περιβλήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς, υος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
λιβανωτίς — λιβανωτίς, ίδος, η (Α) [λιβανωτός] 1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [κάρπιμος] ἑτέρα» το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ. γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό,… … Dictionary of Greek